φιδοδαγκωμένος

φιδοδαγκωμένος
-η, -ο, Ν
αυτός που τόν έχει δαγκώσει φίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιδιασμένος — η, ο, Ν 1. φιδοδαγκωμένος 2. μτφ. φαρμακερός ή φαρμακωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φιδιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”